επίορκος

επίορκος
-η, -ο (AM ἐπίορκος, -ον)
αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.)
αρχ.
1. αυτός που βεβαιώθηκε ψεύτικα με όρκο («εἰ δέ τι τῶνδ’ ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῑεν», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ. στη φράση) «ἐπίορκον ὄμνυμι» — δίνω ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι ψευδώς.
επίρρ...
ἐπιόρκως
με ψεύτικο όρκο, με τρόπο επίορκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω τής ευρείας διαδόσεως τού ρ. επιορκώ υποστηρίχθηκε ότι το (αρχαίο μεν, αλλά σπανιότερο) επίορκος δεν είναι το αρχικό, αλλά είναι υποχωρητικός (από το ρήμα) σχηματισμός. Επομένως, επίορκος < επιορκώ < επί + όρκος (πρβλ. επιθυμώ - θυμός, επιχειρώ - χειρ). Κατ’ άλλους, η ομηρική φρ. «επίορκον ομόσσαι» (απ’ όπου το επιορκώ) αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού επικ. «επί δ’ όρκον ομόσσαι» «προσθέτω επί πλέον έναν όρκο». Σύμφωνα, τέλος, με άλλη υπόθεση, επίορκος είναι ο επί όρκῳ < βας > με βάση το χωρίο τού Αρχιλόχου «εφορκίοις έβη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίορκος — sworn falsely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίορκος — η, ο που καταπατά τον όρκο του, που αθετεί ένορκη υπόσχεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιόρκως — ἐπίορκος sworn falsely adverbial ἐπίορκος sworn falsely masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίορκον — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem acc sg ἐπίορκος sworn falsely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιορκοτάτους — ἐπίορκος sworn falsely masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιόρκοις — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιόρκου — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιόρκους — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιόρκων — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιόρκῳ — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”